τύπω

τύπω
τύπης
striker
masc gen sg (attic epic ionic)
τύπον
certified copy
neut nom/voc/acc dual
τύπον
certified copy
neut gen sg (doric aeolic)
τύπος
blow
masc nom/voc/acc dual
τύπος
blow
masc gen sg (doric aeolic)
τυπόω
form by impress
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
τυπόω
form by impress
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τυπώ — (I) έω, Μ [τύπος] πλήττω, χτυπώ. (II) όω, ΜΑ βλ. τυπώνω …   Dictionary of Greek

  • τυπῶ — τύπτω beat aor subj pass 1st sg (attic epic doric) τυπάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) τυπόω form by impress pres subj act 1st sg τυπόω form by impress pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπῳ — τύπον certified copy neut dat sg τύπος blow masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπωι — τύπῳ , τύπον certified copy neut dat sg τύπῳ , τύπος blow masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπώνω — τυπῶ, όω, ΝΜΑ [τύπος] νεοελλ. 1. αναπαράγω κείμενα ή εικόνες με το τυπογραφικό πιεστήριο, εκτυπώνω 2. συνεκδ. εκδίδω («τύπωσε μια καινούργια συλλογή ποιημάτων») 3. χαράζω σχέδια με πίεση πάνω σε ένα μαλακό σώμα, αποτυπώνω 4. (το β πρόσ. προστ.… …   Dictionary of Greek

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • κεροτυπώ — κεροτυπῶ, έω (Α) 1. κερατίζω, χτυπώ με τα κέρατα 2. παθ. κεροτυποῡμαι, όομαι (μτφ) προσβάλλομαι, χτυπιέμαι άγρια («νῆες κεροτυπούμεναι χειμῶνι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + τυπῶ (< τύπος < τύπος < τύπτω), πρβλ. ζηλο τυπώ, πρωτο τυπώ] …   Dictionary of Greek

  • φωτοτυπώ — Ν βγάζω φωτοτυπίες με τη χρησιμοποίηση ειδικών μηχανημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + τυπώ (< τυπος < τύπος), πρβλ. ζηλο τυπώ, πρωτο τυπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • Timbal de concierto — Para otros usos de este término, véase Timbal. Timbal Tesitura …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”